Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

κότα

κότα < από το θηλυκό του μεταγενέστερου κόττος ή κοττός, πετεινός.
(ορνιθολογία) θηλυκό οικόσιτο πουλί (Gallus gallus) που εκτρέφεται κυρίως για τα αβγά του• το αρσενικό λέγεται κόκορας ή πετεινός και το νεαρό πουλί κοτόπουλο.
ζωή και κότα : καλοπέραση
κοιμάται με τις κότες : κοιμάται πολύ νωρίς
να φάνε και οι κότες : λέγεται για κάτι που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα
η γριά η κότα έχει το ζουμί: η εμπειρία αποδεικνύεται προτιμότερη από τη νεαρή ηλικία.


Συγγενικές λέξεις
κοτέτσι
κοτούλα
κοτόπουλο
κοτοπουλάκι
κοτίσιος



Απάντηση στον γρίφο εάν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα έδωσαν ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Σέφιλντ και του Γουόρικ.
Όπως αναφέρουν, η κότα είναι αυτή που κάνει το αυγό και αυτό επειδή προκειμένου να σχηματιστεί το κέλυφος του αβγού, είναι απαραίτητη μια πρωτεΐνη που εντοπίζεται μόνο στις ωοθήκες της κότας.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ύπαρξη αυτής της πρωτεΐνης, που ονομάζεται ovocledidin-17 (ΟC-17), δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το αυγό μπορεί να υπάρξει μόνο αν προηγουμένως βρεθεί εντός της κότας άρα η κότα είναι εκείνη που προϋπάρχει.

Η συγκεκριμένη πρωτεΐνη δρα ως καταλύτης ο οποίος επιταχύνει την ανάπτυξη του κελύφους, χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί το κλωσόπουλο.